αποκριτικός

αποκριτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που χρησιμεύει για απάντηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκριτικός — ή, ό (AM ἀποκριτικός, ή, όν) φυσιολ. αυτός που συντελεί στην απόκριση, που έχει την ιδιότητα να αποκρίνει 2. ο σχετικός με την απόκριση, ο κατάλληλος για απάντηση, απαντητικός αρχ. εκείνος που διαχωρίζει …   Dictionary of Greek

  • ἀποκριτικά — ἀποκριτικός secretory neut nom/voc/acc pl ἀποκριτικά̱ , ἀποκριτικός secretory fem nom/voc/acc dual ἀποκριτικά̱ , ἀποκριτικός secretory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικῶν — ἀποκριτικός secretory fem gen pl ἀποκριτικός secretory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικόν — ἀποκριτικός secretory masc acc sg ἀποκριτικός secretory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικαί — ἀποκριτικός secretory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικοῦ — ἀποκριτικός secretory masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικούς — ἀποκριτικός secretory masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικῆς — ἀποκριτικός secretory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικῇ — ἀποκριτικός secretory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτική — ἀποκριτικός secretory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”